- ρέπω
- ῥέπω ΝΑ1. κλίνω προς μια ορισμένη κατεύθυνση2. (ιδίως για πλάστιγγα) γέρνω προς τα κάτω («τὸ μὲν κάτω ρέπον ἐν τοῑς ζυγοῑς βαρύτὸ δὲ ἄνω κοῡφον», Πλάτ.)3. μτφ. έχω τάση, έχω έφεση πρός κάτι (α. «ρέπει προς την ακολασία» β. «ῥέπουσι πρὸς τὴν ὀλιγαρχίαν μᾱλλον», Αριστοτ.)αρχ.1. (για γεγονός) έχω αυτή ή την άλλη έκβαση, συμβαίνω2. (για αντιμαχομένους) υπερισχύω, επικρατώ3. (μτβ.) κάνω να κλίνει η πλάστιγγα προς το ένα ή το άλλο μέρος4. φρ. α) «εὖ ῥέπει θεός» — ο θεός είναι ευνοϊκά διατεθειμένοςβ) «ῥέπω εἴς τι» — τείνω, καταλήγω, καταντώ («τὸ μηδὲν εἰς οὐδὲν ῥέπει», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί η αναγωγή τού ρ. σε ρίζα *wrep- / *wrap- (πρβλ. ῥοπή, ῥόπαλον) και η σύνδεσή του με τα ῥαπίς, ῥαπίζω, ῥάβδος (βλ. λ. ῥαπίς), ενώ, κατ' άλλους, το σύστημα τού ῥέπω μπορεί να ενταχθεί στην οικογένεια τής ΙΕ ρίζας *wer- «στρέφω», που παρουσιάζει ευρύτατη ποικιλία τύπων και σημασιών (πρβλ. λ. ῥέμβομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.